
"Χριστός γεννάται δοξάσατε. Χριστός εξ ουρανών' απαντήσατε. Χριστός επί γης' υψώθητε. Άσατε τω Κυρίω πάσα ή γη, και εν ευφροσύνη, ανυμνήσατε λαοί, ότι δεδόξασται".
Για τους Ορθοδόξους, η γιορτή των Χριστουγέννων δεν έχει μόνο έντονο θεοκεντρικό χαρακτήρα άλλα και βαθύτατη και ουσιαστική ανθρωπολογική σημασία Το γεγονός της γέννησης του Ιησού και της σάρκωσης του Λόγου δίνει μια εντελώς νέα διάσταση στην κατανόηση του ανθρώπου και της ιστορίας του.
Με το γεγονός της Βηθλεέμ δεν έχουμε ύψωση του Θεού αλλά ύψωση και θέωση του ανθρώπου.
Ο Θεός γίνεται άνθρωπος για να γίνουμε εμείς θεοί κατά χάρη.
Ο Θεός στη φάτνη φανερώνεται και γίνεται ως 'ένας από εμάς'
Καλή πορεία λοιπόν, καλή πορεία για τη Βηθλεέμ και σαν φτάσουμε εκεί μην τύχει και φύγουμε βιαστικά, να μείνουμε...ν' αφουγκραστούμε! Ίσως, αν ακούσουμε κι εμείς αυτό το χαρμόσυνο μήνυμα να γίνει και σε μας βίωμα...συνάντηση Ζωής με το Θείο βρέφος.
Τότε η ψυχή θα καταλάβει, τότε η ψυχή θ΄ αντιληφθεί, τότε η ψυχή θα ζήσει ένα βουβό έντονο διάλογο ευχαριστήριας αγάπης, πλάσματος με Πλάστη।

Μαθητές του Β1 παρουσιάζουν έθιμα του τόπου μας। Άλλα από αυτά διατηρούνται έως σήμερα και άλλα τα ακούμε από τους παπούδες μας... Στο χέρι μας είναι να τα κρατήσουμε ζωντανά... Για να τα διατηρήσουμε πρέπει πρώτα όμως να τα γνωρίζουμε...
Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Πόσο "ελληνικό" είναι ;
Πότε, πώς και γιατί χρησιμοποιήθηκε ως σύμβολο;

Σύμφωνα με ερευνητές, οι χριστουγεννιάτικες γενικά δοξασίες και παραδόσεις, αποτελούν ένα μίγμα από κατάλοιπα της λατρείας του Σατούρνο (μιας θεότητας που ταυτίζεται με τον Κρόνο) κι άλλων δοξασιών που αναμίχθηκαν με τις χριστιανικές, για να ξεχαστεί στο πέρασμα των αιώνων η αρχική τους προέλευση. Τον 4ο αιώνα μ.Χ. η 25η Δεκεμβρίου καθιερώθηκε ως η μέρα της Γέννησης του Χριστού και ταυτόχρονα σαν η πρώτη μέρα του χρόνου.
Ωστόσο υπάρχουν μαρτυρίες ότι τα Χριστούγεννα γιορτάζονταν στη Ρώμη στις 25 Δεκεμβρίου από το 336. Κι η ίδια αυτή μέρα ήταν κι η Πρωτοχρονιά.
Το δέντρο, σαν χριστουγεννιάτικο σύμβολο, χρησιμοποιήθηκε μετά τον 8ο αιώνα.
Εκείνος που καθιέρωσε το έλατο σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο ήταν, σύμφωνα με την παράδοση, ο ΄Αγιος Βονιφάτιος, που για να σβήσει την ιερότητα που απέδιδαν οι ειδωλολάτρες στη δρυ, έβαλε στη θέση του το έλατο, ως σύμβολο χριστιανικό και ειδικότερα ως σύμβολο των Χριστουγέννων. Φυσικά, στο πέρασμα των αιώνων, ο συμβολισμός του χριστουγεννιάτικου δέντρου άλλαζε.
Αρχικά, για να συμβολίσει ο άνθρωπος την ευτυχία που κρύβει γι’ αυτόν η γέννηση του Χριστού, άρχισε να γεμίζει το δέντρο-σύμβολο με διάφορα χρήσιμα είδη, κυρίως φαγώσιμα κι αργότερα ρούχα κι άλλα είδη καθημερινής χρήσης, συμβολίζοντας έτσι πρακτικά την προσφορά των Θείων Δώρων. Αυτό αργότερα εξελίχτηκε προοδευτικά σ' ένα απαραίτητο διακοσμητικό είδος της μέρας αυτής, που αργότερα πήρε και τη θέση της "Δωροθήκης", του χώρου δηλαδή στον οποίο τοποθετούσαν οι συγγενείς και φίλοι τα δώρα τους ο ένας για τον άλλο.
Για την Αγγλία ο Τσαρλς Ντίκενς, ο συγγραφέας εκείνης της εποχής, φρόντισε να ξαναπάρουν τα Χριστούγεννα την παλιά χαρούμενη εορταστική μορφή τους, όσο κανένας άλλος. Κι αν σήμερα σ' ολόκληρο τον κόσμο το χριστουγεννιάτικο δέντρο θυμίζει αυτή τη μέρα, αυτό σίγουρα οφείλεται στον Ντίκενς, που σε διάφορα έργα του και πιο πολύ ακόμα στις χριστουγεννιάτικες ιστορίες του, και το πασίγνωστο Κρίστμας Κάρολ, το προβάλλει ως βασικό χριστουγεννιάτικο σύμβολο. Στην πατρίδα μας, το χριστουγεννιάτικο δέντρο το έφεραν για πρώτη φορά στην Αθήνα οι Βαυαροί.

Το στόλισμα του χριστουγεννιάτικου δέντρου είναι η ουσία των Χριστουγέννων. Το έθιμο αυτό έχει ξενική προέλευση και όπως λέγεται το εισήγαγαν οι Βαυαροί.
Για πρώτη φορά στολίστηκε δέντρο στα ανάκτορα του 'Οθωνα το 1833 και μετά στην Αθήνα. Από το Β' παγκόσμιο πόλεμο και μετά το δέντρο με τις πολύχρωμες μπάλες μπήκε σε όλα τα ελληνικά σπίτια.
Πρόδρομος του χριστουγεννιάτικου δέντρου είναι το χριστόξυλο ή δωδεκαμερίτης ή σκαρκάνζαλος ένα χοντρό ξύλο δηλαδή από αχλαδιά ή αγριοκερασιά.
Τα αγκαθωτά δέντρα, κατά τη λαϊκή αντίληψη, απομακρύνουν τα δαιμονικά όντα, όπως τους καλικάντζαρους
Το χριστόξυλο αντικαταστάθηκε από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, το οποίο από τη Γερμανία εξαπλώθηκε και ρίζωσε και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, για να ταξιδέψει στη συνέχεια στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού Ωστόσο, κάποιοι υποστηρίζουν ότι η προέλευσή του δεν είναι γερμανική.
Άλλοι Αρχαιολόγοι υποστηρίζουν ότι έχει αρχαία ελληνική προέλευση και ότι συνδέεται με τη λατρεία του Θεού Διονύσου του Δενδρίτη και άλλοι υποστηρίζουν ότι το έθιμο του δέντρου έχει ανατολίτικη προέλευση Η τελευταία αυτή άποψη στηρίζεται σε ένα συριακό κείμενο που υπάρχει σε χειρόγραφο στο Βρετανικό Μουσείο. Το κείμενο αναφέρεται σε ένα ναό που έχτισε το 1512 ο Αναστάσιος ο Α’ στα βόρεια της Συρίας και στον οποίο υπήρχαν δύο μεγάλα ορειχάλκινα δέντρα.
Σύμφωνα με μια άλλη παράδοση, το στόλισμα του δέντρου καθιερώθηκε από τον Μαρτίνο Λούθηρο, ο οποίος, περπατώντας τη νύχτα στα δάση και βλέποντας τα χειμωνιάτικα αστέρια να λάμπουν μέσα στα κλαδιά, συνέλαβε την ιδέα της τοποθέτησης ενός φωτεινού δέντρου στο σπίτι του, που θα απεικόνιζε τον έναστρο ουρανό απ' όπου ο Χριστός ήρθε στον κόσμο.
Όμως σε μερικά μέρη όπως στη Λέσβο το χριστουγεννιάτικο δέντρο δεν είναι από έλατο αλλά από κλαδί ελιάς το οποίο το στολίζουν με χρυσωμένα πορτοκάλια, καρύδια και διάφορα παιχνίδια. Πολλές φορές αντί για κλαδί ελιάς στολίζουν ξύλινα καραβάκια.

Το χριστουγεννιάτικο ψωμί - ΕΘΙΜΟ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Το φτιάχνουν οι γυναίκες με ιδιαίτερη φροντίδα και υπομονή.Το ζύμωμα είναι μια ιεροτελεστία . Χρησιμοποιούν ακριβά υλικά , ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι , ροδόνερο , μέλι , σουσάμι , κανέλα και γαρίφαλα, λέγοντας: "Ο Χριστός γεννιέται , το φως ανεβαίνει, το προζύμι για να γένει."
Πλάθουν το ζυμάρι και παίρνουν τη μισή ζύμη και φτιάχνουν μια κουλούρα. Με την υπόλοιπη φτιάχνουν σταυρό με λουρίδες απ΄τη ζύμη. Στο κέντρο βάζουν ένα άσπαστο καρύδι. Στην υπόλοιπη επιφάνεια σχεδιάζουν σχήματα με το μαχαίρι ή με το πιρούνι, όπως λουλούδια , φύλλα, καρπούς, πουλάκια.
Για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, το Χριστόψωμο είναι ευλογημένο ψωμί.
Το κόβουν ανήμερα τα Χριστούγεννα, δίνοντας πολλές ευχές.
Απαραίτητος επάνω, χαραγμένος ο σταυρός. Γύρω - γύρω διάφορα, διακοσμητικά σκαλιστά στο ζυμάρι ή πρόσθετα στολίδια. Αυτά τόνιζαν το σκοπό του χριστόψωμου και εξέφραζαν τις διάφορες πεποιθήσεις των πιστών.
Την ημέρα του Χριστού, ο νοικοκύρης έπαιρνε το χριστόψωμο, το σταύρωνε, το έκοβε και το μοίραζε σ' όλη την οικογένειά του και σε όσους παρευρίσκονταν στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Μερικοί, εδώ βλέπουν ένα συμβολισμό της Θείας κοινωνίας. 'Οπως ο Χριστός έδωσε τον άρτο της ζωής σε όλη την ανθρώπινη οικογένειά του έτσι και ο νοικοκύρης.
Γύρω από το χριστόψωμο υπάρχουν και άλλες παραδόσεις. Αναφέρονται στην ενότητα της Εκκλησίας και των λαών, συμβολικά μέσω της ένωσης των κόκκων του σίτου σ΄ ένα ψωμί. Οι λαοί κάποτε θα ενωθούν μ' ένα ποιμένα το Χριστό.
Κατά τόπους φτιάχνεται σε διάφορες μορφές και έχει διαφορετικές ονομασίες όπως: "Το ψωμί του Χριστού", "Σταυροί", "Βλάχες" κ.ά."
Τα χριστόψωμα, αποτελούν το βασικό ψωμί των Χριστουγέννων και το ευλογημένο, αφού αυτό θα στηρίξει τη ζωή του νοικοκύρη και της οικογένειάς του.
Το Χριστόξυλο - ΕΘΙΜΟ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
Στα χωριά της βόρειας Ελλάδας , από τις παραμονές των εορτών ο νοικοκύρης ψάχνει στα χωράφια και διαλέγει το πιο όμορφο, το πιο γερό, το πιο χοντρό ξύλο από πεύκο ή ελιά και το πάει σπίτι του.
Αυτό ονομάζεται Χριστόξυλο και είναι το ξύλο που θα καίει για όλο το δωδεκαήμερο των εορτών (από τα Χριστούγεννα μέχρι και τα Φώτα) στο τζάκι του σπιτιού.
Πριν ο νοικοκύρης φέρει το Χριστόξυλο, κάθε νοικοκυρά φροντίζει να έχει καθαρίσει το σπίτι και με ιδιαίτερη προσοχή το τζάκι , ώστε να μη μείνει ούτε ίχνος από την παλιά στάχτη. Καθαρίζουν ακόμη και την καπνοδόχο , για να μη βρίσκουν πατήματα να κατέβουν οι καλικάντζαροι, τα κακά δαιμόνια, όπως λένε στα παραδοσιακά χριστουγεννιάτικα παραμύθια. Έτσι το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, όταν όλη η οικογένεια θα είναι μαζεμένη γύρω από το τζάκι, ο νοικοκύρης του σπιτιού ανάβει την καινούρια φωτιά και μπαίνει στην πυροστιά το Χριστόξυλο.
Ο λαός λέει ότι καθώς καίγεται το Χριστόξυλο, ζεσταίνεται ο Χριστός, εκεί στην κρύα σπηλιά της Βηθλεέμ. Σε κάθε σπιτικό, οι νοικοκυραίοι προσπαθούν το Χριστόξυλο να καίει μέχρι τα Φώτα.
Το πάντρεμα της φωτιάς
Την παραμονή των Χριστουγέννων σε πολλά μέρη της Ελλάδας "παντρεύουν", τη φωτιά. Παίρνουν δηλαδή ένα ξύλο με θηλυκό όνομα π.χ. κερασιά και ένα με αρσενικό όνομα, συνήθως από αγκαθωτά δέντρα. Τα αγκαθωτά δέντρα, κατά τη λαϊκή αντίληψη, απομακρύνουν τα δαιμονικά όντα, όπως τους καλικάντζαρους.
Στη Θεσσαλία, τα κορίτσια έβαζαν δίπλα στο αναμμένο τζάκι κλωνάρια κέδρου,
ενώ τα αγόρια τοποθετούσαν κλαδιά αγριοκερασιάς. Τα λυγερά αυτά κλωνάρια αντιπροσώπευαν προσωπικές τους επιθυμίες και μια καλότυχη γενικά ζωή. Όποιο κλωνάρι καιγόταν πρώτο σήμαινε ότι ήταν καλό σημάδι για το κορίτσι ή το αγόρι, καθώς και ότι αυτό θα παντρευόταν πρώτο ανάλογα αν καιγόταν ο κέδρος ή η αγριοκερασιά.
Στα χωριά της βόρειας Ελλάδας, από τις παραμονές των εορτών ο νοικοκύρης ψάχνει στα χωράφια και διαλέγει το πιο όμορφο, το πιο γερό, το πιο χοντρό ξύλο από πεύκο ή ελιά και το πάει σπίτι του.
Η στάχτη των ξύλων αυτών προφύλασσε το σπίτι και τα χωράφια από κάθε κακό.
Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, όταν όλη η οικογένεια θα είναι μαζεμένη γύρω από το τζάκι, ο νοικοκύρης του σπιτιού ανάβει την καινούρια φωτιά και λέει: "Παντρεύω σε φωτιά για το καλό του νοικοκυριού".
Σε κάθε σπιτικό, προσπαθούν να διατηρήσουν τη φωτιά αυτή να καίει μέχρι τα Φώτα.
Πρωτοχρονιά
«Οι παλιοί Αθηναίοι περίμεναν τον Άη Βασίλη από το βράδυ της παραμονής με ολάνοιχτες τις πόρτες των σπιτιών τους και επειδή σύμφωνα με την παράδοση, θα ήταν... κουρασμένος και πεινασμένος από το μακρινό ταξίδι του, έστρωναν ένα μεγάλο τραπέζι και το φόρτωναν με τα πιο εκλεκτά γλυκίσματα και φαγητά για να τον φιλοξενήσουν...Γύρω από το τραπέζι αυτό μαζευόταν το βράδυ της παραμονής όλη η οικογένεια και περίμενε για ν' αρχίσει το φαγοπότι.
Τα μεσάνυχτα έσβυναν τις λάμπες τους κι έδιωχναν με γιουχαΐσματα τον παλιό χρόνο, πετώντας πίσω του στο δρόμο ένα παλιοπάπουτσο».
[Μιχ. Κ. Τσώλης, Γιορτές της Ρωμηοσύνης]
Τα παιδιά κρεμούν, την παραμονή της πρωτοχρονιάς, τα παπούτσια και τις κάλτσες τους στα παράθυρα ή στο τζάκι περιμένοντας να περάσει ο Άη Βασίλης να τα γεμίσει δώρα.
[Μιχ. Κ. Τσώλης, Γιορτές της Ρωμηοσύνης] Στις Κυκλάδες θεωρούν καλό οιωνό να φυσάει βοριάς την πρωτοχρονιά.
Επίσης θεωρούν καλό σημάδι αν έρθει στην αυλή τους περιστέρι τη μέρα αυτή.
Αν όμως πετάξει πάνω από το σπιτικό τους κοράκι τους βάζει σε σκέψεις μελαγχολικές ότι τάχα τους περιμένουν συμφορές...
[Μιχ. Κ. Τσώλης, Γιορτές της Ρωμηοσύνης]
Σε μερικά χωριά όταν πλένονται το πρωί της Πρωτοχρονιάς αγγίζουν το πρόσωπό τους μ' ένα κομμάτι σίδερο, για να είναι όλο το χρόνο... "σιδερένιοι".
[Μιχ. Κ. Τσώλης, Γιορτές της Ρωμηοσύνης]
Με την Πρωτοχρονιά είναι συνδεδεμένες και πολλές προλήψεις.
Τη μέρα αυτή αποφεύγουν να πληρώνουν χρέος, να δανείσουν λεφτά, να δουλέψουν ή να δώσουν φωτιά. Όλα αυτά ξεκινούν από την προληπτική σκέψη: ό,τι κάνει και πάθει κανείς αυτή τη μέρα θα εξακολουθεί να συμβαίνει όλο το χρόνο !
[Μιχ। Κ. Τσώλης, Γιορτές της Ρωμηοσύνης]
Το φτιάχνουν οι γυναίκες με ιδιαίτερη φροντίδα και υπομονή.Το ζύμωμα είναι μια ιεροτελεστία . Χρησιμοποιούν ακριβά υλικά , ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι , ροδόνερο , μέλι , σουσάμι , κανέλα και γαρίφαλα, λέγοντας: "Ο Χριστός γεννιέται , το φως ανεβαίνει, το προζύμι για να γένει."
Πλάθουν το ζυμάρι και παίρνουν τη μισή ζύμη και φτιάχνουν μια κουλούρα. Με την υπόλοιπη φτιάχνουν σταυρό με λουρίδες απ΄τη ζύμη. Στο κέντρο βάζουν ένα άσπαστο καρύδι. Στην υπόλοιπη επιφάνεια σχεδιάζουν σχήματα με το μαχαίρι ή με το πιρούνι, όπως λουλούδια , φύλλα, καρπούς, πουλάκια.
Για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, το Χριστόψωμο είναι ευλογημένο ψωμί.
Το κόβουν ανήμερα τα Χριστούγεννα, δίνοντας πολλές ευχές.
Απαραίτητος επάνω, χαραγμένος ο σταυρός. Γύρω - γύρω διάφορα, διακοσμητικά σκαλιστά στο ζυμάρι ή πρόσθετα στολίδια. Αυτά τόνιζαν το σκοπό του χριστόψωμου και εξέφραζαν τις διάφορες πεποιθήσεις των πιστών.
Την ημέρα του Χριστού, ο νοικοκύρης έπαιρνε το χριστόψωμο, το σταύρωνε, το έκοβε και το μοίραζε σ' όλη την οικογένειά του και σε όσους παρευρίσκονταν στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Μερικοί, εδώ βλέπουν ένα συμβολισμό της Θείας κοινωνίας. 'Οπως ο Χριστός έδωσε τον άρτο της ζωής σε όλη την ανθρώπινη οικογένειά του έτσι και ο νοικοκύρης.
Γύρω από το χριστόψωμο υπάρχουν και άλλες παραδόσεις. Αναφέρονται στην ενότητα της Εκκλησίας και των λαών, συμβολικά μέσω της ένωσης των κόκκων του σίτου σ΄ ένα ψωμί. Οι λαοί κάποτε θα ενωθούν μ' ένα ποιμένα το Χριστό.
Κατά τόπους φτιάχνεται σε διάφορες μορφές και έχει διαφορετικές ονομασίες όπως: "Το ψωμί του Χριστού", "Σταυροί", "Βλάχες" κ.ά."
Τα χριστόψωμα, αποτελούν το βασικό ψωμί των Χριστουγέννων και το ευλογημένο, αφού αυτό θα στηρίξει τη ζωή του νοικοκύρη και της οικογένειάς του.
Το Χριστόξυλο - ΕΘΙΜΟ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
Στα χωριά της βόρειας Ελλάδας , από τις παραμονές των εορτών ο νοικοκύρης ψάχνει στα χωράφια και διαλέγει το πιο όμορφο, το πιο γερό, το πιο χοντρό ξύλο από πεύκο ή ελιά και το πάει σπίτι του.
Αυτό ονομάζεται Χριστόξυλο και είναι το ξύλο που θα καίει για όλο το δωδεκαήμερο των εορτών (από τα Χριστούγεννα μέχρι και τα Φώτα) στο τζάκι του σπιτιού.
Πριν ο νοικοκύρης φέρει το Χριστόξυλο, κάθε νοικοκυρά φροντίζει να έχει καθαρίσει το σπίτι και με ιδιαίτερη προσοχή το τζάκι , ώστε να μη μείνει ούτε ίχνος από την παλιά στάχτη. Καθαρίζουν ακόμη και την καπνοδόχο , για να μη βρίσκουν πατήματα να κατέβουν οι καλικάντζαροι, τα κακά δαιμόνια, όπως λένε στα παραδοσιακά χριστουγεννιάτικα παραμύθια. Έτσι το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, όταν όλη η οικογένεια θα είναι μαζεμένη γύρω από το τζάκι, ο νοικοκύρης του σπιτιού ανάβει την καινούρια φωτιά και μπαίνει στην πυροστιά το Χριστόξυλο.
Ο λαός λέει ότι καθώς καίγεται το Χριστόξυλο, ζεσταίνεται ο Χριστός, εκεί στην κρύα σπηλιά της Βηθλεέμ. Σε κάθε σπιτικό, οι νοικοκυραίοι προσπαθούν το Χριστόξυλο να καίει μέχρι τα Φώτα.
Το πάντρεμα της φωτιάς
Την παραμονή των Χριστουγέννων σε πολλά μέρη της Ελλάδας "παντρεύουν", τη φωτιά. Παίρνουν δηλαδή ένα ξύλο με θηλυκό όνομα π.χ. κερασιά και ένα με αρσενικό όνομα, συνήθως από αγκαθωτά δέντρα. Τα αγκαθωτά δέντρα, κατά τη λαϊκή αντίληψη, απομακρύνουν τα δαιμονικά όντα, όπως τους καλικάντζαρους.
Στη Θεσσαλία, τα κορίτσια έβαζαν δίπλα στο αναμμένο τζάκι κλωνάρια κέδρου,
ενώ τα αγόρια τοποθετούσαν κλαδιά αγριοκερασιάς. Τα λυγερά αυτά κλωνάρια αντιπροσώπευαν προσωπικές τους επιθυμίες και μια καλότυχη γενικά ζωή. Όποιο κλωνάρι καιγόταν πρώτο σήμαινε ότι ήταν καλό σημάδι για το κορίτσι ή το αγόρι, καθώς και ότι αυτό θα παντρευόταν πρώτο ανάλογα αν καιγόταν ο κέδρος ή η αγριοκερασιά.
Στα χωριά της βόρειας Ελλάδας, από τις παραμονές των εορτών ο νοικοκύρης ψάχνει στα χωράφια και διαλέγει το πιο όμορφο, το πιο γερό, το πιο χοντρό ξύλο από πεύκο ή ελιά και το πάει σπίτι του.
Η στάχτη των ξύλων αυτών προφύλασσε το σπίτι και τα χωράφια από κάθε κακό.
Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, όταν όλη η οικογένεια θα είναι μαζεμένη γύρω από το τζάκι, ο νοικοκύρης του σπιτιού ανάβει την καινούρια φωτιά και λέει: "Παντρεύω σε φωτιά για το καλό του νοικοκυριού".
Σε κάθε σπιτικό, προσπαθούν να διατηρήσουν τη φωτιά αυτή να καίει μέχρι τα Φώτα.
Πρωτοχρονιά
«Οι παλιοί Αθηναίοι περίμεναν τον Άη Βασίλη από το βράδυ της παραμονής με ολάνοιχτες τις πόρτες των σπιτιών τους και επειδή σύμφωνα με την παράδοση, θα ήταν... κουρασμένος και πεινασμένος από το μακρινό ταξίδι του, έστρωναν ένα μεγάλο τραπέζι και το φόρτωναν με τα πιο εκλεκτά γλυκίσματα και φαγητά για να τον φιλοξενήσουν...Γύρω από το τραπέζι αυτό μαζευόταν το βράδυ της παραμονής όλη η οικογένεια και περίμενε για ν' αρχίσει το φαγοπότι.
Τα μεσάνυχτα έσβυναν τις λάμπες τους κι έδιωχναν με γιουχαΐσματα τον παλιό χρόνο, πετώντας πίσω του στο δρόμο ένα παλιοπάπουτσο».
[Μιχ. Κ. Τσώλης, Γιορτές της Ρωμηοσύνης]
Τα παιδιά κρεμούν, την παραμονή της πρωτοχρονιάς, τα παπούτσια και τις κάλτσες τους στα παράθυρα ή στο τζάκι περιμένοντας να περάσει ο Άη Βασίλης να τα γεμίσει δώρα.
[Μιχ. Κ. Τσώλης, Γιορτές της Ρωμηοσύνης] Στις Κυκλάδες θεωρούν καλό οιωνό να φυσάει βοριάς την πρωτοχρονιά.
Επίσης θεωρούν καλό σημάδι αν έρθει στην αυλή τους περιστέρι τη μέρα αυτή.
Αν όμως πετάξει πάνω από το σπιτικό τους κοράκι τους βάζει σε σκέψεις μελαγχολικές ότι τάχα τους περιμένουν συμφορές...
[Μιχ. Κ. Τσώλης, Γιορτές της Ρωμηοσύνης]
Σε μερικά χωριά όταν πλένονται το πρωί της Πρωτοχρονιάς αγγίζουν το πρόσωπό τους μ' ένα κομμάτι σίδερο, για να είναι όλο το χρόνο... "σιδερένιοι".
[Μιχ. Κ. Τσώλης, Γιορτές της Ρωμηοσύνης]
Με την Πρωτοχρονιά είναι συνδεδεμένες και πολλές προλήψεις.
Τη μέρα αυτή αποφεύγουν να πληρώνουν χρέος, να δανείσουν λεφτά, να δουλέψουν ή να δώσουν φωτιά. Όλα αυτά ξεκινούν από την προληπτική σκέψη: ό,τι κάνει και πάθει κανείς αυτή τη μέρα θα εξακολουθεί να συμβαίνει όλο το χρόνο !
[Μιχ। Κ. Τσώλης, Γιορτές της Ρωμηοσύνης]
Το σπάσιμο του ροδιού, έθιμο της Πελοποννήσου
"Χίλιοι μύριοι καλογέροι σ' ένα ράσο τυλιγμένοι" Τι είναι;
Το ρόδι είναι σύμβολο αφθονίας, γονιμότητας και καλής τύχης. Σε πολλά μέρη της Ελλάδας κρεμούσαν στο κάθε σπίτι, από το φθινόπωρο, ένα ρόδι.
Το πρωί της Πρωτοχρονιάς, η οικογένεια πηγαίνει στην εκκλησία και ο νοικοκύρης κρατάει στην τσέπη του ένα ρόδι, για να το λειτουργήσει. Γυρνώντας σπίτι, πρέπει να χτυπήσει το κουδούνι της εξώπορτας – δεν κάνει να ανοίξει ο ίδιος με το κλειδί του – και έτσι να είναι ο πρώτος που θα μπει στο σπίτι, για να κάνει το καλό ποδαρικό, με το ρόδι στο χέρι. Μπαίνοντας μέσα, με το δεξί, σπάει το ρόδι πίσω από την εξώπορτα, το ρίχνει δηλαδή κάτω με δύναμη, για να σπάσει και να πεταχτούν οι ρώγες του παντού και ταυτόχρονα λέει: "με υγεία, ευτυχία και χαρά το νέο έτος κι όσες ρώγες έχει το ρόδι, τόσες λίρες να έχει η τσέπη μας όλη τη χρονιά".
Τα παιδιά μαζεμένα γύρω-γύρω κοιτάζουν οι ρώγες, αν είναι τραγανές και κατακόκκινες. Όσο γερές κι όμορφες είναι οι ρώγες, τόσο χαρούμενες κι ευλογημένες θα είναι οι μέρες που φέρνει μαζί του ο νέος χρόνος.
(Από το ηλεκτρονικό περιοδικό «Παπάκι»)
Οι κολόνιες, έθιμο της Κεφαλονιάς
Στην Κεφαλονιά, αλλά και στα άλλα νησιά των Επτανήσων, το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, οι κάτοικοι γεμάτοι χαρά για τον ερχομό του νέου χρόνου, κατεβαίνουν στους δρόμους κρατώντας μπουκάλια με κολόνιες και ραίνουν ο ένας τον άλλον τραγουδώντας:
"Ήρθαμε με ρόδα και με ανθούς να σας ειπούμε χρόνους πολλούς".
Η τελευταία ευχή του χρόνου που ανταλλάσσουν είναι: "Καλή Αποκοπή", δηλαδή με το καλό να αποχωριστούμε τον παλιό χρόνο.
Το πρωί της Πρωτοχρονιάς η μπάντα του δήμου περνάει από όλα τα σπίτια και τραγουδάει καντάδες και κάλαντα:
"Πάλιν ακούσατε άρχοντες πάλι να σας ειπούμε,
ότι και αύριον εστί ανάγκη να χαρούμε
και να πανηγυρίζουμε Περιτομήν Κυρίου,
την εορτή του Μάκαρος Μεγάλου Βασιλείου".
Το ποδαρικό
Πολλοί άνθρωποι είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί ακόμα και σήμερα ποιος θα κάνει ποδαρικό στο σπίτι τους.
'Ετσι από την παραμονή λένε σε κάποιο δικό τους άνθρωπο, που τον θεωρούν καλότυχο και γουρλή, να έρθει την Πρωτοχρονιά να τους κάνει ποδαρικό.
Μόλις μπει στο σπίτι τον βάζουν να πατήσει ένα σίδερο για να είναι όλοι σιδερένιοι και γεροί μέσα στο σπίτι στη διάρκεια του καινούριου χρόνου.
Η νοικοκυρά φιλεύει τον άνθρωπο που κάνει ποδαρικό για το καλό του χρόνου. Συνήθως του δίνει μήλα ή καρύδια και μια κουταλιά γλυκό κυδώνι ή ό,τι άλλο γλυκό έχει φτιάξει για τις γιορτές. Αν ανήμερα την Πρωτοχρονιά έχει λιακάδα, πιστεύουν πως ο καιρός θα είναι ο ίδιος σαράντα μέρες.
Λένε: "Τ' άλιασε η αρκούδα τα αρκουδάκια της, δε θα 'χουμε χειμώνα βαρύ".
Αν όμως ο καιρός είναι άσχημος την Πρωτοχρονιά θα συμβεί το αντίθετο, δηλαδή σαράντα μέρες θα έχουμε βαρυχειμωνιά.
Οι μωμόγεροι
Η λαϊκή φαντασία οργιάζει στην κυριολεξία σχετικά με τους Καλικάντζαρους, που βρίσκουν την ευκαιρία να αλωνίσουν τον κόσμο από τα Χριστούγεννα μέχρι τα Φώτα, τότε δηλαδή που τα νερά είναι "αβάφτιστα". Η όψη τους τρομακτική, οι σκανδαλιές τους απερίγραπτες και ο μεγάλος φόβος τους η φωτιά. Στις περιοχές της Μακεδονίας, Θράκης και Θεσσαλίας εμφανίζεται το έθιμο των μεταμφιέσεων, που φαίνεται πως έχει σχέση με τους καλικάντζαρους.
Οι μεταμφιεσμένοι, που λέγονται Μωμόγεροι, Ρογκάτσια ή Ρογκατσάρια, φοράνε τομάρια ζώων (λύκων, τράγων κ.λ.π.) ή ντύνονται με στολές ανθρώπων οπλισμένων με σπαθιά. Γυρίζουν στο χωριό τους ή στα γειτονικά χωριά, τραγουδούν και μαζεύουν δώρα.
Όταν συναντηθούν δυο παρέες κάνουν ψευτοπόλεμο μεταξύ τους, ώσπου η μία ομάδα να νικήσει και η άλλη να δηλώσει υποταγή.
Οι καλικάτζαροι
Το Δωδεκαήμερο βαστάει από τις 25 Δεκεμβρίου τα Χριστούγεννα, έως τις 5 Ιανουαρίου τα Μισόφωτα (Παραμονή των Φώτων).
Λένε ότι το Δωδεκαήμερο κάθε νύχτα κυκλοφορούν οι Καλικάτζαροι στους δρόμους και στα σπιτικά. Μα τι είναι αυτοί; Είναι αερικά, λέγανε οι γιαγιάδες πιο παλιά. Ο λαός μας τους βλέπει σαν κάτι μαυριδερά, ψηλά και ξερακιανά όντα που χορεύουνε και σαλταπηδούνε και τις μέρες του Δωδεκαήμερου κάνουν λογιώ λογιώ τρέλες.
Όλο το χρόνο βρίσκονται κάτω από τη Γη, στον κάτω κόσμο και ζηλεύουνε τον απάνω κόσμο. Έναν ολόκληρο χρόνο παλεύουν να κόψουν το δέντρο που στηρίζει τη γη για να την κάνουν να βουλιάξει.. Ενώ όμως κοντεύουν να τελειώσουν το κόψιμο του δέντρου, φτάνουν τα Χριστούγεννα... το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, από φόβο μη βουλιάξει η Γη και τους πλακώσει, φεύγουν ευθύς, κι ανεβαίνουν πάνω στη Γη για να τυρρανέψουν τον κόσμο.
Όλο το Δωδεκαήμερο, λέει η Παράδοσή μας, οι Καλικάτζαροι γυρίζουν στους δρόμους, ανεβαίνουν στα κεραμίδια και καμιά φορά, όπως λένε, μπαίνουν από το τζάκι σε κανένα σπίτι που δεν είχαν θυμιάσει οι νοικοκυραίοι του. Γι' αυτό, για καλό και για κακό, εκείνες τις μέρες φροντίζουνε και φράζουνε τις τρύπες των τζακιών με πανιά. Ακόμα καίνε λιβάνι σε θυμιατό και το τοποθετούν στο τζάκι, γιατί οι Καλικάτζαροι δεν αντέχουν αυτή τη μυρωδιά.. Εξαφανίζονται τα Φώτα με τον αγιασμό των νερών.
Λένε πως η αρχή των μύθων που είναι σχετικοί με τους καλικάντζαρους βρίσκεται στα πολύ παλιά χρόνια. Οι Αρχαίοι πίστευαν πως οι ψυχές σαν έβρισκαν την πόρτα του 'Aδη ανοιχτή, ανέβαιναν στον απάνω κόσμο και τριγύριζαν παντού χωρίς έλεγχο και περιορισμούς.
Πολύ αργότερα οι Βυζαντινοί, γιόρταζαν το Δωδεκαήμερο με μουσικές, τραγούδια και μασκαρέματα. Οι άνθρωποι, έχοντας κρυμμένα τα πρόσωπά τους, έκαναν με πολύ θάρρος και χωρίς ντροπή ό,τι ήθελαν. Πείραζαν τους ανθρώπους στους δρόμους, έμπαιναν απρόσκλητοι σε ξένα σπίτια κι αναστάτωναν τους νοικοκύρηδες: ζητούσαν λουκάνικα και γλυκά για να γλιτώσουν απ' αυτούς έκλειναν πόρτες και παράθυρα. Οι μασκαρεμένοι όμως έβρισκαν πάντα κάποιους τρόπους να εισβάλλουν στα ξένα σπίτια, ακόμα κι από τις καμινάδες. Κι όλα αυτά για δώδεκα μέρες, ως την παραμονή των Φώτων, οπότε με το Μεγάλο Αγιασμό όλα σταματούσαν κι οι άνθρωποι ησύχαζαν.
Με το πέρασμα του χρόνου όλα αυτά τα παράξενα φερσίματα, τα μασκαρέματα και οι φόβοι των ανθρώπων έμειναν ζωντανά στη μνήμη του λαού μας κι η πλούσια φαντασία του γέννησε σιγά σιγά τα μικρά, αλαφροΐσκιωτα πλάσματα που τα ονόμασε καλικάντζαρους ή παγανά ή καλιοντζήδες ή τσιλικρωτά...
"Χίλιοι μύριοι καλογέροι σ' ένα ράσο τυλιγμένοι" Τι είναι;
Το ρόδι είναι σύμβολο αφθονίας, γονιμότητας και καλής τύχης. Σε πολλά μέρη της Ελλάδας κρεμούσαν στο κάθε σπίτι, από το φθινόπωρο, ένα ρόδι.
Το πρωί της Πρωτοχρονιάς, η οικογένεια πηγαίνει στην εκκλησία και ο νοικοκύρης κρατάει στην τσέπη του ένα ρόδι, για να το λειτουργήσει. Γυρνώντας σπίτι, πρέπει να χτυπήσει το κουδούνι της εξώπορτας – δεν κάνει να ανοίξει ο ίδιος με το κλειδί του – και έτσι να είναι ο πρώτος που θα μπει στο σπίτι, για να κάνει το καλό ποδαρικό, με το ρόδι στο χέρι. Μπαίνοντας μέσα, με το δεξί, σπάει το ρόδι πίσω από την εξώπορτα, το ρίχνει δηλαδή κάτω με δύναμη, για να σπάσει και να πεταχτούν οι ρώγες του παντού και ταυτόχρονα λέει: "με υγεία, ευτυχία και χαρά το νέο έτος κι όσες ρώγες έχει το ρόδι, τόσες λίρες να έχει η τσέπη μας όλη τη χρονιά".
Τα παιδιά μαζεμένα γύρω-γύρω κοιτάζουν οι ρώγες, αν είναι τραγανές και κατακόκκινες. Όσο γερές κι όμορφες είναι οι ρώγες, τόσο χαρούμενες κι ευλογημένες θα είναι οι μέρες που φέρνει μαζί του ο νέος χρόνος.
(Από το ηλεκτρονικό περιοδικό «Παπάκι»)
Οι κολόνιες, έθιμο της Κεφαλονιάς
Στην Κεφαλονιά, αλλά και στα άλλα νησιά των Επτανήσων, το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, οι κάτοικοι γεμάτοι χαρά για τον ερχομό του νέου χρόνου, κατεβαίνουν στους δρόμους κρατώντας μπουκάλια με κολόνιες και ραίνουν ο ένας τον άλλον τραγουδώντας:
"Ήρθαμε με ρόδα και με ανθούς να σας ειπούμε χρόνους πολλούς".
Η τελευταία ευχή του χρόνου που ανταλλάσσουν είναι: "Καλή Αποκοπή", δηλαδή με το καλό να αποχωριστούμε τον παλιό χρόνο.
Το πρωί της Πρωτοχρονιάς η μπάντα του δήμου περνάει από όλα τα σπίτια και τραγουδάει καντάδες και κάλαντα:
"Πάλιν ακούσατε άρχοντες πάλι να σας ειπούμε,
ότι και αύριον εστί ανάγκη να χαρούμε
και να πανηγυρίζουμε Περιτομήν Κυρίου,
την εορτή του Μάκαρος Μεγάλου Βασιλείου".
Το ποδαρικό
Πολλοί άνθρωποι είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί ακόμα και σήμερα ποιος θα κάνει ποδαρικό στο σπίτι τους.
'Ετσι από την παραμονή λένε σε κάποιο δικό τους άνθρωπο, που τον θεωρούν καλότυχο και γουρλή, να έρθει την Πρωτοχρονιά να τους κάνει ποδαρικό.
Μόλις μπει στο σπίτι τον βάζουν να πατήσει ένα σίδερο για να είναι όλοι σιδερένιοι και γεροί μέσα στο σπίτι στη διάρκεια του καινούριου χρόνου.
Η νοικοκυρά φιλεύει τον άνθρωπο που κάνει ποδαρικό για το καλό του χρόνου. Συνήθως του δίνει μήλα ή καρύδια και μια κουταλιά γλυκό κυδώνι ή ό,τι άλλο γλυκό έχει φτιάξει για τις γιορτές. Αν ανήμερα την Πρωτοχρονιά έχει λιακάδα, πιστεύουν πως ο καιρός θα είναι ο ίδιος σαράντα μέρες.
Λένε: "Τ' άλιασε η αρκούδα τα αρκουδάκια της, δε θα 'χουμε χειμώνα βαρύ".
Αν όμως ο καιρός είναι άσχημος την Πρωτοχρονιά θα συμβεί το αντίθετο, δηλαδή σαράντα μέρες θα έχουμε βαρυχειμωνιά.
Οι μωμόγεροι
Η λαϊκή φαντασία οργιάζει στην κυριολεξία σχετικά με τους Καλικάντζαρους, που βρίσκουν την ευκαιρία να αλωνίσουν τον κόσμο από τα Χριστούγεννα μέχρι τα Φώτα, τότε δηλαδή που τα νερά είναι "αβάφτιστα". Η όψη τους τρομακτική, οι σκανδαλιές τους απερίγραπτες και ο μεγάλος φόβος τους η φωτιά. Στις περιοχές της Μακεδονίας, Θράκης και Θεσσαλίας εμφανίζεται το έθιμο των μεταμφιέσεων, που φαίνεται πως έχει σχέση με τους καλικάντζαρους.
Οι μεταμφιεσμένοι, που λέγονται Μωμόγεροι, Ρογκάτσια ή Ρογκατσάρια, φοράνε τομάρια ζώων (λύκων, τράγων κ.λ.π.) ή ντύνονται με στολές ανθρώπων οπλισμένων με σπαθιά. Γυρίζουν στο χωριό τους ή στα γειτονικά χωριά, τραγουδούν και μαζεύουν δώρα.
Όταν συναντηθούν δυο παρέες κάνουν ψευτοπόλεμο μεταξύ τους, ώσπου η μία ομάδα να νικήσει και η άλλη να δηλώσει υποταγή.
Οι καλικάτζαροι

Λένε ότι το Δωδεκαήμερο κάθε νύχτα κυκλοφορούν οι Καλικάτζαροι στους δρόμους και στα σπιτικά. Μα τι είναι αυτοί; Είναι αερικά, λέγανε οι γιαγιάδες πιο παλιά. Ο λαός μας τους βλέπει σαν κάτι μαυριδερά, ψηλά και ξερακιανά όντα που χορεύουνε και σαλταπηδούνε και τις μέρες του Δωδεκαήμερου κάνουν λογιώ λογιώ τρέλες.
Όλο το χρόνο βρίσκονται κάτω από τη Γη, στον κάτω κόσμο και ζηλεύουνε τον απάνω κόσμο. Έναν ολόκληρο χρόνο παλεύουν να κόψουν το δέντρο που στηρίζει τη γη για να την κάνουν να βουλιάξει.. Ενώ όμως κοντεύουν να τελειώσουν το κόψιμο του δέντρου, φτάνουν τα Χριστούγεννα... το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, από φόβο μη βουλιάξει η Γη και τους πλακώσει, φεύγουν ευθύς, κι ανεβαίνουν πάνω στη Γη για να τυρρανέψουν τον κόσμο.
Όλο το Δωδεκαήμερο, λέει η Παράδοσή μας, οι Καλικάτζαροι γυρίζουν στους δρόμους, ανεβαίνουν στα κεραμίδια και καμιά φορά, όπως λένε, μπαίνουν από το τζάκι σε κανένα σπίτι που δεν είχαν θυμιάσει οι νοικοκυραίοι του. Γι' αυτό, για καλό και για κακό, εκείνες τις μέρες φροντίζουνε και φράζουνε τις τρύπες των τζακιών με πανιά. Ακόμα καίνε λιβάνι σε θυμιατό και το τοποθετούν στο τζάκι, γιατί οι Καλικάτζαροι δεν αντέχουν αυτή τη μυρωδιά.. Εξαφανίζονται τα Φώτα με τον αγιασμό των νερών.
Λένε πως η αρχή των μύθων που είναι σχετικοί με τους καλικάντζαρους βρίσκεται στα πολύ παλιά χρόνια. Οι Αρχαίοι πίστευαν πως οι ψυχές σαν έβρισκαν την πόρτα του 'Aδη ανοιχτή, ανέβαιναν στον απάνω κόσμο και τριγύριζαν παντού χωρίς έλεγχο και περιορισμούς.
Πολύ αργότερα οι Βυζαντινοί, γιόρταζαν το Δωδεκαήμερο με μουσικές, τραγούδια και μασκαρέματα. Οι άνθρωποι, έχοντας κρυμμένα τα πρόσωπά τους, έκαναν με πολύ θάρρος και χωρίς ντροπή ό,τι ήθελαν. Πείραζαν τους ανθρώπους στους δρόμους, έμπαιναν απρόσκλητοι σε ξένα σπίτια κι αναστάτωναν τους νοικοκύρηδες: ζητούσαν λουκάνικα και γλυκά για να γλιτώσουν απ' αυτούς έκλειναν πόρτες και παράθυρα. Οι μασκαρεμένοι όμως έβρισκαν πάντα κάποιους τρόπους να εισβάλλουν στα ξένα σπίτια, ακόμα κι από τις καμινάδες. Κι όλα αυτά για δώδεκα μέρες, ως την παραμονή των Φώτων, οπότε με το Μεγάλο Αγιασμό όλα σταματούσαν κι οι άνθρωποι ησύχαζαν.
Με το πέρασμα του χρόνου όλα αυτά τα παράξενα φερσίματα, τα μασκαρέματα και οι φόβοι των ανθρώπων έμειναν ζωντανά στη μνήμη του λαού μας κι η πλούσια φαντασία του γέννησε σιγά σιγά τα μικρά, αλαφροΐσκιωτα πλάσματα που τα ονόμασε καλικάντζαρους ή παγανά ή καλιοντζήδες ή τσιλικρωτά...
Η γαλοπούλα
Κύριο πιάτο την ήμερα των Χριστουγέννων είναι η γαλοπούλα
Την πρωτοχρονιά η συνήθεια ήταν να φτιάχνουν κότα ή"κούρκο" (γαλοπούλα) γεμιστό με κάστανα, καρύδια, σταφίδες, κιμά, κρεμμύδι, πιπέρι και μαϊντανό, όλα καβουρδισμένα. Το έθιμο της Γαλοπούλας έφτασε στην Ευρώπη από το Μεξικό το 1824 μ.Χ.
Ωστόσο, σε αρκετές περιοχές της χώρας μας διατηρείται το έθιμο της κοτόσουπας, ιδιαίτερα στη Θεσσαλία και στην Κρήτη. Παλαιότερα η κοτόσουπα αποτελούσε το κυρίως πιάτο που έτρωγαν οι Έλληνες, όταν επέστρεφαν από την εκκλησία.
Ένα άλλο συνηθισμένο πιάτο είναι το ψητό χοιρινό κρέας (το ψήσιμο γινόταν στη χόβολη του τζακιού).
Υπήρχε όμως και η εποχή που τη μέρα αυτή έτρωγαν χοιρινό με πρασοσέλινο ή όποιο άλλο κρέας με πιλάφι.
Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα Θράκης
Ά Κόολιαντα- κόολιαντα κόοολιαντα –ντα
Έτσι τραγουδούσαν, τα μεσάνυχτα προς την Παραμονή των Χριστουγέννων, τα τρανά παιδιά, μόνο αγόρια, από τα δώδεκα έως και τα δεκαπέντε τους χρόνια “οι Κολιαντράδες”, όπως λέγονταν.
Ξεχύνονταν σε όλο το χωριό, παρέες -παρέες για να αναγγείλουν πρώτοι αυτοί, τη γέννηση του Χριστού. Ήταν ντυμένοι καλά, γιατί συνήθως, τις μέρες αυτές δεν έλειπαν το κρύο και τα χιόνια. Κάθε παιδί κρατούσε το καλοφτιαγμένο από κρανιά δεκανίκι του, που μόνο του μαστόρεψε και φιλοτέχνησε, γι' αυτήν εδώ την τόσο μαγική και ξεχωριστή για τα παιδιά της ηλικίας του, νύχτα. Αυτό το δεκανίκι, που συμβόλιζε “τη ράβδο” των βοσκών, τους βοηθούσε στο να στηρίζονται, να αμύνονται στις άγριες και επικίνδυνες επιθέσεις των σκυλιών αλλά και για να χτυπούν με σημασία την πόρτα του νοικοκύρη εκείνου, που παρά τα μεγαλόφωνα χωρατά τους και τα κολιαντίσματά τους, έκανε ότι τάχα δεν τους άκουγε.
Κάποιο από την παρέα των 3-5 παιδιών κρατούσε φαναράκι ή φακό τα τελευταία μεταπολεμικά χρόνια. Το φως του βοηθούσε για να βλέπουν που πατούν και να μαζεύουν τα καρύδια, που μαζί με τα “σπορίδια”, σκορπούσε στην αυλή της η νοικοκυρά του σπιτιού φωνάζοντας τα “πουλ'- πουλ'- πουλ'”, ακριβώς έτσι, όπως έκανε καθημερινά για το τάισμα των πουλερικών της. Εκείνα τα χρόνια τα πουλερικά αφθονούσαν στα σπίτια, για την καλύτερη διατροφή της οικογένειας.
Οι κολιαντράδες γύριζαν από σπίτι σε σπίτι σχεδόν τρέχοντας, χωρίς να μιλούν μεταξύ τους στο δρόμο, για να προλάβουν να πάνε σε περισσότερα σπίτια, πριν από τα άλλα παιδιά। Αυτό το φρόντιζαν ιδιαίτερα γιατί ήξεραν ότι το έθιμο ήταν το κάθε σπίτι να ρίξει μια φορά τα σπορίδια που έβαζε η νοικοκυρά στο κόσκινο. Τα καρύδια που μάζευαν τα έβαζαν στον τρουβά, που είχαν κρεμασμένο στον ώμο τους. Την ώρα που τα μάζευαν, παρά τη βιασύνη τους, πρόσεχαν αν είναι πολλά και γερά. Αλίμονο στη νοικοκυρά που θα τολμούσε να τους ξεγελάσει με λίγα ή κούφια καρύδια. Εξαγριώνονταν τότε οι Κολιαντράδες και άρχιζαν να απειλούν και να φωνάζουν λέγοντας μεταξύ άλλων:
Κύριο πιάτο την ήμερα των Χριστουγέννων είναι η γαλοπούλα
Την πρωτοχρονιά η συνήθεια ήταν να φτιάχνουν κότα ή"κούρκο" (γαλοπούλα) γεμιστό με κάστανα, καρύδια, σταφίδες, κιμά, κρεμμύδι, πιπέρι και μαϊντανό, όλα καβουρδισμένα. Το έθιμο της Γαλοπούλας έφτασε στην Ευρώπη από το Μεξικό το 1824 μ.Χ.
Ωστόσο, σε αρκετές περιοχές της χώρας μας διατηρείται το έθιμο της κοτόσουπας, ιδιαίτερα στη Θεσσαλία και στην Κρήτη. Παλαιότερα η κοτόσουπα αποτελούσε το κυρίως πιάτο που έτρωγαν οι Έλληνες, όταν επέστρεφαν από την εκκλησία.
Ένα άλλο συνηθισμένο πιάτο είναι το ψητό χοιρινό κρέας (το ψήσιμο γινόταν στη χόβολη του τζακιού).
Υπήρχε όμως και η εποχή που τη μέρα αυτή έτρωγαν χοιρινό με πρασοσέλινο ή όποιο άλλο κρέας με πιλάφι.
Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα Θράκης
Ά Κόολιαντα- κόολιαντα κόοολιαντα –ντα

Ξεχύνονταν σε όλο το χωριό, παρέες -παρέες για να αναγγείλουν πρώτοι αυτοί, τη γέννηση του Χριστού. Ήταν ντυμένοι καλά, γιατί συνήθως, τις μέρες αυτές δεν έλειπαν το κρύο και τα χιόνια. Κάθε παιδί κρατούσε το καλοφτιαγμένο από κρανιά δεκανίκι του, που μόνο του μαστόρεψε και φιλοτέχνησε, γι' αυτήν εδώ την τόσο μαγική και ξεχωριστή για τα παιδιά της ηλικίας του, νύχτα. Αυτό το δεκανίκι, που συμβόλιζε “τη ράβδο” των βοσκών, τους βοηθούσε στο να στηρίζονται, να αμύνονται στις άγριες και επικίνδυνες επιθέσεις των σκυλιών αλλά και για να χτυπούν με σημασία την πόρτα του νοικοκύρη εκείνου, που παρά τα μεγαλόφωνα χωρατά τους και τα κολιαντίσματά τους, έκανε ότι τάχα δεν τους άκουγε.
Κάποιο από την παρέα των 3-5 παιδιών κρατούσε φαναράκι ή φακό τα τελευταία μεταπολεμικά χρόνια. Το φως του βοηθούσε για να βλέπουν που πατούν και να μαζεύουν τα καρύδια, που μαζί με τα “σπορίδια”, σκορπούσε στην αυλή της η νοικοκυρά του σπιτιού φωνάζοντας τα “πουλ'- πουλ'- πουλ'”, ακριβώς έτσι, όπως έκανε καθημερινά για το τάισμα των πουλερικών της. Εκείνα τα χρόνια τα πουλερικά αφθονούσαν στα σπίτια, για την καλύτερη διατροφή της οικογένειας.
Οι κολιαντράδες γύριζαν από σπίτι σε σπίτι σχεδόν τρέχοντας, χωρίς να μιλούν μεταξύ τους στο δρόμο, για να προλάβουν να πάνε σε περισσότερα σπίτια, πριν από τα άλλα παιδιά। Αυτό το φρόντιζαν ιδιαίτερα γιατί ήξεραν ότι το έθιμο ήταν το κάθε σπίτι να ρίξει μια φορά τα σπορίδια που έβαζε η νοικοκυρά στο κόσκινο. Τα καρύδια που μάζευαν τα έβαζαν στον τρουβά, που είχαν κρεμασμένο στον ώμο τους. Την ώρα που τα μάζευαν, παρά τη βιασύνη τους, πρόσεχαν αν είναι πολλά και γερά. Αλίμονο στη νοικοκυρά που θα τολμούσε να τους ξεγελάσει με λίγα ή κούφια καρύδια. Εξαγριώνονταν τότε οι Κολιαντράδες και άρχιζαν να απειλούν και να φωνάζουν λέγοντας μεταξύ άλλων:
“τουν άντρα σου τουν γ-κιρατά
δεσ' τουν άπου τ' αμάξι
κι παρακαλά του Θιό
να στράψει να τουν γ-κάψει”
Έφθαναν δε στο σημείο ν' αρπάξουν την “τρουχλιά” ή την πόρτα της αυλής, που την ξήλωναν από τη θέση της για να τα μεταφέρουν σε άλλο σπίτι ή στην πλατεία του χωριού। Σκοπός τους ήταν να διαπομπεύσουν το νοικοκύρη για την πονηριά του και την τσιγκουνιά του। Αυτό το πετύχαιναν γιατί ο νοικοκύρης, που το πάθαινε, ντροπιασμένος έψαχνε το πρωί για την πόρτα ή το κάρο του। Είχε γίνει πια έθιμο στο χωριό. Όπως μας πληροφορεί ο καθηγητής Φαίδων Κουκούλες αυτό το συνήθιζαν και οι βυζαντινοί Καλαντιστές. Σαν τέλειωναν όλα τα σπίτια του χωριού και γέμιζαν τους τρουβάδες τους με καρύδια, συγκομιδή που τους δικαίωνε για το ξενύχτι και τον κόπο τους, επέστρεφαν στα σπίτια τους ευχαριστημένοι και χαρούμενοι και πήγαιναν για ύπνο μέχρι τα ξημερώματα οπότε θα ακούγονταν κάλαντα από τα μικρότερα παιδιά του χωριού.
Οι Κολιαντράδες αυτής της βάρδιας, με τα νυκτερινά κόλιαντα ή κόλιαντρά τους, συμμετέχουν βέβαια με πάθος στο δρώμενο αυτό, χωρίς να λογαριάζουν τον κόπο και το ξενύχτι τους, αλλά ως κύριο στόχο τους έχουν να ανακοινώσουν αυτοί πρώτοι τη Γέννηση του Θείου Βρέφους। «Και του χρόνου» λένε και φεύγουν για να ξανάρθουν τον επόμενο χρόνο, να μας τα πουν, να χαρούν και να μας χαροποιήσουν. Φεύγουν, γιατί σε λίγο θα πάρουν τη σειρά τους τα μικρότερα παιδιά, για να μας επιβεβαιώσουν ότι είναι αλήθεια αυτό που ακούσαμε από τους Κολιαντράδες.
Η Γουρουνοχαρά
Ένα από τα σημαντικότερα χριστουγεννιάτικα έθιμα της Θεσσαλίας είναι το σφάξιμο του γουρουνιού.
Πριν το 1940, πολλές οικογένειες έκαναν τα πάντα για να έχουν τον μεγαλύτερο χοίρο, δίνοντάς του να φάει αλεσμένο καλαμπόκι, πίτουρο, ζεστό νερό και αλάτι. Ήταν η εποχή που οι οικογένειες εξέτρεφαν τα χοιρινά για το κρέας και το λίπος τους. Όταν μάλιστα η οικογένεια είχε πολλά μέλη, το γουρούνι έπρεπε να παχύνει πολύ, ώστε το λίπος του να είναι αρκετό. Η προετοιμασία για το σφάξιμο του γουρουνιού γινόταν με εξαιρετική φροντίδα, ενώ επακολουθούσε γλέντι μέχρι τα ξημερώματα, για να επαναληφθεί η ίδια διαδικασία την επόμενη και τη μεθεπόμενη μέρα. Τρεις-τέσσερις συγγενικές οικογένειες καθόριζαν με τη σειρά ποια ημέρα θα έσφαζε η καθεμιά το γουρούνι της...
Για κάθε σφαγή μεγάλου γουρουνιού απαιτούνταν 5-6 άνδρες, εκτός των παιδιών, που έφταναν πολλές φορές τα 20-25. Επειδή όμως η όλη εργασία είχε ως επακόλουθο το γλέντι και τη χαρά, γι' αυτό και η ημέρα αυτή καθιερώθηκε ως "γουρουνοχαρά ή γρουνουχαρά". Όταν μάλιστα προσκαλούσαν κάποιον την ημέρα αυτή, δεν έλεγαν "έλα να σφάξουμε το γουρούνι", αλλά "έλα, έχουμε γουρουνοχαρά".
Το σφάξιμο των γουρουνιών δεν συνέπιπτε τις ίδιες ημερομηνίες κατά περιφέρειες.
Σε άλλες περιοχές τα έσφαζαν 5-6 ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα και σε άλλες άρχιζαν από την ημέρα των Χριστουγέννων και μετά, ανάλογα με την παρέα.
Οι περιοχές που έσφαζαν τα γουρούνια μετά τα Χριστούγεννα, το επειδή πριν νήστευαν και ήθελαν να μεταλάβουν, χωρίς να έρθουν σε επαφή με τη μυρωδιά του κρέατος. Επίσης, ήθελαν να διασκεδάσουν με ένα καλό φαγοπότι, κάτι που τους απαγόρευε η νηστεία, την οποία τηρούσαν.
Τα περισσότερα γουρούνια σφάζονταν στις 27 Δεκεμβρίου, ημέρα του Αγίου Στεφάνου. Γι' αυτό και η γιορτή αυτή ονομαζόταν "γρουνοστέφανος ή γουρουνοστέφανος". Υπάρχουν όμως και μικρές περιοχές που τα έσφαζαν ένα μήνα ή και περισσότερο, μετά τα Χριστούγεννα.
Η γουρουνοχαρά κράτησε, με όλη την αίγλη της, μέχρι το 1940. Συνεχίστηκε βέβαια και αργότερα, μέχρι το 1955, αλλά τα μεγάλα γεγονότα, Κατοχή και εμφύλιος πόλεμος, ανέκοψαν τον ενθουσιασμό και ανέτρεψαν μια παραδοσιακή συνήθεια που κράτησε πολλούς αιώνες.
ΕΘΙΜΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ - Η ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑ
Η βασιλόπιτα είναι συνδυασμός του «εορταστικού άρτου» και του «μελιπήκτου» των αρχαίων προσφορών, τόσο προς τους θεούς όσο και προς τους νεκρούς ή τους κακούς δαίμονες για την εξασφάλιση της υγείας, της καλής τύχης και της ευλογίας του Αγίου Βασιλείου. Είναι άρτος χαρούμενος, όταν γίνεται φουσκωτή από ζύμη και κόβεται ανήμερα το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς και επίπεδος, σχεδόν νεκρολατρικός, όταν ετοιμάζεται άζυμη αποβραδίς και κόβεται στο δείπνο ή τα μεσάνυχτα. Είναι οπωσδήποτε μια προσφορά στους θεούς και στους αγίους ή στα αόρατα πνεύματα των νεκρών και των άλλων στοιχειών. Απόδειξη τα κομμάτια που ξεχωρίζουμε για το Χριστό, την Παναγία, τον Αι Βασίλη, το σπίτι, τους αγρούς, τα ζώα, τους πεθαμένους και τους ξενιτεμένους.
Μία παράδοση της Κωνσταντινούπολης λέει τα εξής: Όταν ο άγιος Βασίλειος ήταν Επίσκοπος στην Καισαρεία, ο Έπαρχος της Καππαδοκίας πήγε με σκληρές διαθέσεις να εισπράξει φόρους. Οι κάτοικοι φοβισμένοι ζήτησαν την προστασία του ποιμενάρχη τους. «Σας ζητάω αμέσως, τους είπε εκείνος, να μου φέρει ο καθένας ό,τι πολύτιμο αντικείμενο έχει». Μάζεψαν πολλά δώρα και βγήκαν μαζί με το Δεσπότη τους οι κάτοικοι της Καισαρείας να προϋπαντήσουν τον Έπαρχο. Ήταν όμως τέτοια η εμφάνιση και η πειθώ του Μεγάλου Βασιλείου, που ο Έπαρχος καταπραΰνθηκε χωρίς να θελήσει να πάρει τα δώρα. Γύρισαν πίσω χαρούμενοι κι ο άγιος Βασίλειος πήρε να τους ξαναδώσει τα πολύτιμα αντικείμενα τους. Ο χωρισμός όμως ήταν δύσκολος γιατί είχαν προσφέρει πολλά όμοια αντικείμενα, δηλαδή δαχτυλίδια, νομίσματα κ.λ.π. Ο Βασίλειος τότε σκέφθηκε ένα θαυματουργό τρόπο: Διέταξε να κατασκευασθούν το απόγευμα του Σαββάτου μικρές πίτες και μέσα σε καθεμιά τοποθέτησε από ένα αντικείμενο. Την επόμενη μέρα έδωσε από μία σε κάθε Χριστιανό. Και τότε έγινε το θαύμα! Μέσα στην πίτα του βρήκε ο καθένας ό,τι είχε προσφέρει! Από τότε, λέει η παράδοση, κάθε χρόνο, στη γιορτή του αγίου Βασιλείου, κάνουμε κι εμείς πίτες και βάζουμε μέσα νομίσματα.
Ας δούμε τώρα και μερικές περιγραφές προσφύγων από τις χαμένες πατρίδες.
ΠΟΝΤΟΣ
Στον Πόντο, για τ' ανύπαντρα κορίτσια έλεγαν : Εσύ κορίτσι που θέλεις να ονειρευτείς στον ύπνο σου αν θα πάρεις πλούσιο άντρα ή φτωχό, κρύψε κρυφά, χωρίς κανένας να σε δει, την πρώτη σου μπουκιά από τη βασιλόπιτα του τραπεζιού। Σαν κλειστείς μονάχη σου στην κάμαρά σου, άλειψε την με μέλι και με βούτυρο, άνοιξε το παράθυρο που βλέπει κατά το Βοριά και στάσου εκεί τα μεσάνυχτα και πες :
Ω! Γενάρη, Καλαντάρη και καλά
καλαντισμένε, εκεί στις Άκριες που θα πας
κι εκεί που θα γυρίσεις εκεί 'ναι οι Μοίρες
των Μοιρών και η δική μου Μοίρα. Αν
είναι πλούσια και καλή, πες της να 'ρθει να
μ' εύρει, αν είναι και πεντάφτωχη, πάλι να
'ρθει να μ' εύρει.
Οι Κολιαντράδες αυτής της βάρδιας, με τα νυκτερινά κόλιαντα ή κόλιαντρά τους, συμμετέχουν βέβαια με πάθος στο δρώμενο αυτό, χωρίς να λογαριάζουν τον κόπο και το ξενύχτι τους, αλλά ως κύριο στόχο τους έχουν να ανακοινώσουν αυτοί πρώτοι τη Γέννηση του Θείου Βρέφους। «Και του χρόνου» λένε και φεύγουν για να ξανάρθουν τον επόμενο χρόνο, να μας τα πουν, να χαρούν και να μας χαροποιήσουν. Φεύγουν, γιατί σε λίγο θα πάρουν τη σειρά τους τα μικρότερα παιδιά, για να μας επιβεβαιώσουν ότι είναι αλήθεια αυτό που ακούσαμε από τους Κολιαντράδες.
Η Γουρουνοχαρά
Ένα από τα σημαντικότερα χριστουγεννιάτικα έθιμα της Θεσσαλίας είναι το σφάξιμο του γουρουνιού.
Πριν το 1940, πολλές οικογένειες έκαναν τα πάντα για να έχουν τον μεγαλύτερο χοίρο, δίνοντάς του να φάει αλεσμένο καλαμπόκι, πίτουρο, ζεστό νερό και αλάτι. Ήταν η εποχή που οι οικογένειες εξέτρεφαν τα χοιρινά για το κρέας και το λίπος τους. Όταν μάλιστα η οικογένεια είχε πολλά μέλη, το γουρούνι έπρεπε να παχύνει πολύ, ώστε το λίπος του να είναι αρκετό. Η προετοιμασία για το σφάξιμο του γουρουνιού γινόταν με εξαιρετική φροντίδα, ενώ επακολουθούσε γλέντι μέχρι τα ξημερώματα, για να επαναληφθεί η ίδια διαδικασία την επόμενη και τη μεθεπόμενη μέρα. Τρεις-τέσσερις συγγενικές οικογένειες καθόριζαν με τη σειρά ποια ημέρα θα έσφαζε η καθεμιά το γουρούνι της...
Για κάθε σφαγή μεγάλου γουρουνιού απαιτούνταν 5-6 άνδρες, εκτός των παιδιών, που έφταναν πολλές φορές τα 20-25. Επειδή όμως η όλη εργασία είχε ως επακόλουθο το γλέντι και τη χαρά, γι' αυτό και η ημέρα αυτή καθιερώθηκε ως "γουρουνοχαρά ή γρουνουχαρά". Όταν μάλιστα προσκαλούσαν κάποιον την ημέρα αυτή, δεν έλεγαν "έλα να σφάξουμε το γουρούνι", αλλά "έλα, έχουμε γουρουνοχαρά".
Το σφάξιμο των γουρουνιών δεν συνέπιπτε τις ίδιες ημερομηνίες κατά περιφέρειες.
Σε άλλες περιοχές τα έσφαζαν 5-6 ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα και σε άλλες άρχιζαν από την ημέρα των Χριστουγέννων και μετά, ανάλογα με την παρέα.
Οι περιοχές που έσφαζαν τα γουρούνια μετά τα Χριστούγεννα, το επειδή πριν νήστευαν και ήθελαν να μεταλάβουν, χωρίς να έρθουν σε επαφή με τη μυρωδιά του κρέατος. Επίσης, ήθελαν να διασκεδάσουν με ένα καλό φαγοπότι, κάτι που τους απαγόρευε η νηστεία, την οποία τηρούσαν.
Τα περισσότερα γουρούνια σφάζονταν στις 27 Δεκεμβρίου, ημέρα του Αγίου Στεφάνου. Γι' αυτό και η γιορτή αυτή ονομαζόταν "γρουνοστέφανος ή γουρουνοστέφανος". Υπάρχουν όμως και μικρές περιοχές που τα έσφαζαν ένα μήνα ή και περισσότερο, μετά τα Χριστούγεννα.
Η γουρουνοχαρά κράτησε, με όλη την αίγλη της, μέχρι το 1940. Συνεχίστηκε βέβαια και αργότερα, μέχρι το 1955, αλλά τα μεγάλα γεγονότα, Κατοχή και εμφύλιος πόλεμος, ανέκοψαν τον ενθουσιασμό και ανέτρεψαν μια παραδοσιακή συνήθεια που κράτησε πολλούς αιώνες.
ΕΘΙΜΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ - Η ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑ
Η βασιλόπιτα είναι συνδυασμός του «εορταστικού άρτου» και του «μελιπήκτου» των αρχαίων προσφορών, τόσο προς τους θεούς όσο και προς τους νεκρούς ή τους κακούς δαίμονες για την εξασφάλιση της υγείας, της καλής τύχης και της ευλογίας του Αγίου Βασιλείου. Είναι άρτος χαρούμενος, όταν γίνεται φουσκωτή από ζύμη και κόβεται ανήμερα το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς και επίπεδος, σχεδόν νεκρολατρικός, όταν ετοιμάζεται άζυμη αποβραδίς και κόβεται στο δείπνο ή τα μεσάνυχτα. Είναι οπωσδήποτε μια προσφορά στους θεούς και στους αγίους ή στα αόρατα πνεύματα των νεκρών και των άλλων στοιχειών. Απόδειξη τα κομμάτια που ξεχωρίζουμε για το Χριστό, την Παναγία, τον Αι Βασίλη, το σπίτι, τους αγρούς, τα ζώα, τους πεθαμένους και τους ξενιτεμένους.
Μία παράδοση της Κωνσταντινούπολης λέει τα εξής: Όταν ο άγιος Βασίλειος ήταν Επίσκοπος στην Καισαρεία, ο Έπαρχος της Καππαδοκίας πήγε με σκληρές διαθέσεις να εισπράξει φόρους. Οι κάτοικοι φοβισμένοι ζήτησαν την προστασία του ποιμενάρχη τους. «Σας ζητάω αμέσως, τους είπε εκείνος, να μου φέρει ο καθένας ό,τι πολύτιμο αντικείμενο έχει». Μάζεψαν πολλά δώρα και βγήκαν μαζί με το Δεσπότη τους οι κάτοικοι της Καισαρείας να προϋπαντήσουν τον Έπαρχο. Ήταν όμως τέτοια η εμφάνιση και η πειθώ του Μεγάλου Βασιλείου, που ο Έπαρχος καταπραΰνθηκε χωρίς να θελήσει να πάρει τα δώρα. Γύρισαν πίσω χαρούμενοι κι ο άγιος Βασίλειος πήρε να τους ξαναδώσει τα πολύτιμα αντικείμενα τους. Ο χωρισμός όμως ήταν δύσκολος γιατί είχαν προσφέρει πολλά όμοια αντικείμενα, δηλαδή δαχτυλίδια, νομίσματα κ.λ.π. Ο Βασίλειος τότε σκέφθηκε ένα θαυματουργό τρόπο: Διέταξε να κατασκευασθούν το απόγευμα του Σαββάτου μικρές πίτες και μέσα σε καθεμιά τοποθέτησε από ένα αντικείμενο. Την επόμενη μέρα έδωσε από μία σε κάθε Χριστιανό. Και τότε έγινε το θαύμα! Μέσα στην πίτα του βρήκε ο καθένας ό,τι είχε προσφέρει! Από τότε, λέει η παράδοση, κάθε χρόνο, στη γιορτή του αγίου Βασιλείου, κάνουμε κι εμείς πίτες και βάζουμε μέσα νομίσματα.
Ας δούμε τώρα και μερικές περιγραφές προσφύγων από τις χαμένες πατρίδες.
ΠΟΝΤΟΣ
Στον Πόντο, για τ' ανύπαντρα κορίτσια έλεγαν : Εσύ κορίτσι που θέλεις να ονειρευτείς στον ύπνο σου αν θα πάρεις πλούσιο άντρα ή φτωχό, κρύψε κρυφά, χωρίς κανένας να σε δει, την πρώτη σου μπουκιά από τη βασιλόπιτα του τραπεζιού। Σαν κλειστείς μονάχη σου στην κάμαρά σου, άλειψε την με μέλι και με βούτυρο, άνοιξε το παράθυρο που βλέπει κατά το Βοριά και στάσου εκεί τα μεσάνυχτα και πες :
Ω! Γενάρη, Καλαντάρη και καλά
καλαντισμένε, εκεί στις Άκριες που θα πας
κι εκεί που θα γυρίσεις εκεί 'ναι οι Μοίρες
των Μοιρών και η δική μου Μοίρα. Αν
είναι πλούσια και καλή, πες της να 'ρθει να
μ' εύρει, αν είναι και πεντάφτωχη, πάλι να
'ρθει να μ' εύρει.
Κοιμήσου ύστερα, με τη μπουκιά αφημένη στο παράθυρο και θα δεις στον ύπνο σου αυτό που ευχήθηκες.
Κίος Βιθυνίας (στην Προποντίδα)
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς η νοικοκυρά έκανε μια πίτα, τον «Αϊ-Βασίλη». Μέσα στην πίτα έβαζε ένα φλουρί κι απάνω πατούσε το δικέφαλο αετό, τέσσερις φορές σταυρωτά, με τις κεφαλές προς τη μέση. Το βράδυ στις 8 έστηναν τον ψημένο Αϊ-Βασίλη στην άκρη του τραπεζιού όρθιο κι ακουμπούσε στον τοίχο. Έπαιρνε τότε ο νοικοκύρης το κλωνάρι της ελιάς που είχε κόψει το πρωί και το κάρφωνε στον Αϊ-Βασίλη λέγοντας τις παρακάτω ευχές : «Με το καλό να μπεις Αϊ-Βασίλη», «Να 'μαι γερός να ξανακάνομε την πίτα».
Κατόπιν, αν είχαν χρυσή αλυσίδα την έβγαζαν και την κρεμούσαν στον Αϊ-Βασίλη. Ένα - ένα μέλος της οικογένειας τότε πλησίαζε και κρεμούσε ό,τι χρυσό αντικείμενο είχε κι έλεγαν «Και του χρόνου να 'μαστε καλά!». Το πρωί, ύστερα από την εκκλησιά, έκοβαν την πίτα. Κάθιζαν όλοι γύρω από το τραπέζι κι ο νοικοκύρης έκοβε την πίτα σε κομμάτια. Το πρώτο ήτανε του νοικοκυριού, το δεύτερο του Αϊ-Βασίλη, το τρίτο της νοικοκυράς, το τέταρτο της δουλειάς, τα υπόλοιπα των μελών της οικογένειας και ένα για τους ξένους. Αμέσως ψάχνει καθένας να δει αν του έτυχε το φλουρί. Κοιτάζουν και το κομμάτι της δουλειάς. Αν τύχει εκεί το φλουρί η δουλειά θα πάει καλά όλο το χρόνο.
Καστανιές Ανατολικής Θράκης
Τη Βασιλόπιτα την έκαναν φυλλωτή. Έβαζαν γόμο (γέμιση) πλιγούρι και ανάμεσα στα φύλλα τον «παρά», το νόμισμα, και άλλα σημάδια. Η νοικοκυρά με τον παρά τη σταύρωνε τρεις φορές κι ύστερα τον έχωνε στο ζυμάρι.
Στους λυπημένους που έστελναν πίτα, εκείνοι δεν την έκοβαν με το μαχαίρι αλλά ο καθένας έκοβε με το χέρι ένα κομμάτι. Την παραμονή το βράδυ έβαζαν στο τραπέζι εννιά ειδών φαγητά και πολλών ειδών οπωρικά, στη μέση τη βασιλόπιτα, τρία ψωμιά κι ένα κεράκι αναμμένο στο ένα ψωμί... Αφού έτρωγαν έκοβαν την πίτα.
Σ' όποιον έπεφτε ο παράς, έλεγαν πως εκείνος «βασίλεψε». Τον «βασιλεμένο» παρά τον έριχναν μέσα σε ποτήρι με κρασί, έπιναν από λίγο και εύχονταν : «Και του χρόνου καλύτερα!». Τον παρά τον άφηναν στα εικονίσματα και τον επόμενο χρόνο τον έβαζαν στην άλλη πίτα.
Έθιμα της Καππαδοκίας
Υπήρχε μια πληθώρα ηθών και εθίμων που συνόδευαν την καθημερινή ζωή των κατοίκων της Καππαδοκίας σε όλες της σχεδόν τις εκδηλώσεις। Τα περισσότερα από αυτά έχουν λατρευτικό χαρακτήρα λόγω του έντονου θρησκευτικού συναισθήματος που διακατείχε τους Καππαδόκες। Ελάχιστα είναι τα εξωχριστιανικά έθιμα και αυτά αναφέρονται στην απομάκρυνση κακών πνευμάτων και δαιμόνων.
Τα Χριστούγεννα τα έλεγαν οι Καππαδόκες Μικρό Πάσχα. Από την παραμονή 24 Δεκεμβρίου άρχιζαν οι προετοιμασίες. Έσφαζαν κοτόπουλα ή μεγαλύτερα ζώα που τα μοιράζονταν περισσότερες οικογένειες. Σ' όλα τα σπιτικά ζύμωναν πίττες με αλεύρι, γάλα, αυγά, ζάχαρη και βούτυρο. Οι γυναίκες πήγαιναν στους στάβλους όπου άναβαν κεριά στα παχνιά των ζώων και θυμιάτιζαν.
Τη νύχτα της παραμονής, περασμένα μεσάνυχτα χτυπούσε η καμπάνα της εκκλησίας. Αν δεν υπήρχαν καμπάνες χρησιμοποιούσαν σήμαντρα και με επικεφαλής τον κανδηλανάφτη διάβαιναν το χωριό απ' άκρη σ' άκρη και ειδοποιούσαν τους πιστούς πως ήρθε η ώρα της εκκλησίας χτυπώντας τις πόρτες τους.
Οι άνδρες φορούσαν γιορτινά και οι γυναίκες τις κεντημένες φορεσιές από τσόχα. Πήγαιναν όλοι μαζί οι γείτονες και για να βλέπουν στο σκοτάδι κρατούσαν πυρσούς. Η Λειτουργία, τελείωνε, πριν ξημερώσει και γύριζαν στα σπίτια τους Ασπάζονταν οι μικρότεροι τα χέρια των μεγαλύτερων και ευχόταν «Χριστός γεννάται», «Αληθώς γεννάται», «Χρόνια Πολλά» κ.ά.
Έστρωναν το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι που περιλάμβανε σούπα τραχανά και γιουβαρλάκια. Απαραίτητα έπρεπε να υπάρχει στο τραπέζι την ημέρα αυτή και το
"χερσέ" πιλάφι από ψιλοκομμένο στάρι που είχε βράσει σε ζωμό από κόκαλα. Το φαγητό αυτό το έδωσαν και στην Παναγία να φάει όταν ήταν λεχώνα.
Δεν είχε ξημερώσει και οι περισσότεροι έπεφταν για να κοιμηθούν.
Όλες τις μέρες από τα Χριστούγεννα μέχρι του Αγίου Βασιλείου γιόρταζαν, συγκεντρωμένοι στα σπίτια ή και σε μικρές πλατείες, αν ο καιρός το επέτρεπε.
Το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς τα παιδιά γύριζαν στα σπίτια και έλεγαν τα κάλαντα κατά ομάδες, συνήθως έξι αγόρια η καθεμιά ομάδα.
Πίστευαν πως τα μεσάνυχτα της Πρωτοχρονιάς ανοίγει ο ουρανός. Αν τη νύχτα της παραμονής γεννιόνταν παιδιά, θα ήταν τυχερά. Αν ήταν αγόρια, τους έδιναν στη βάφτιση το όνομα Βασίλης.
Ξημερώματα Πρωτοχρονιάς οι γυναίκες έτρεχαν στη βρύση να φέρουν νερό τον Αι-Βασίλη «σουγιού». Γέμισε η καθεμία τη στάμνα της και κρατούσε ύστερα κάτω από τη βρύση σακούλα μικρή με νομίσματα, για να τρέξει μέσα το νερό και να πολλαπλασιαστούν τα νομίσματα.
Ιδιαίτερη ήταν η φροντίδα για το γεύμα το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς. Στο τραπέζι έπρεπε να έχουν κότα γεμιστή με πλιγούρι, ρόδια που επάνω τους κολλούσαν μικρά κεριά και τα άναβαν, μέσα σε ταψί με ξηρούς καρπούς και κεριά αναμμένα, στημένα στη μέση.
Το είχαν σε κακό να δανείσουν ή να δώσουν ελεημοσύνη την ημέρα της Πρωτοχρονιάς. Θα έφευγε η σοδειά, το μπερεκέτι του σπιτιού.
Σαράντα μέρες συνέχεια μετά την Πρωτοχρονιά πολλοί συνήθιζαν να πηγαίνουν στο παρεκκλήσι του Αι-Βασίλη να ανάβουν το καντήλι και να παρακαλούν να τους βοηθήσει.
Έθιμα των Φώτων
Το τριήμερο της παραμονής των Θεοφανείων (5 Ιανουαρίου), της ημέρας των Θεοφανείων (6 Ιανουαρίου) και της γιορτής του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου (7 Ιανουαρίου) ονομάζεται «τριήμερο των Φώτων»। Κατά την διάρκεια του τριημέρου λαμβάνουν χώρα στην Εκκλησία μας διάφορες τελετές οι οποίες, σε συνδυασμό με τα έθιμα του λαού μας, δημιουργούν ένα εορταστικό κλίμα.
Παραμονή των Φώτων (5 Ιανουαρίου)
Το τριήμερο ξεκινά με τον εκκλησιασμό των χριστιανών το πρωί της παραμονής των Θεοφανίων. Στους Ιερούς ναούς ψάλλεται η ακολουθία των «Μεγάλων Ωρών» και κατόπιν λαμβάνει χώρα ο «Μεγάλος Αγιασμός» που την ημέρα αυτή τελείται μέσα στο ναό. Οι πιστοί αφού πάρουν αγιασμό και λάβουν το αντίδωρο θα γυρίσουν στα σπίτια τους. Εκεί οι νοικοκυρές θα ετοιμάσουν το νηστίσιμο φαγητό για το μεσημέρι ενώ τα παιδιά θα ξεχυθούν στα σπίτια, γνωστά και μη, για να ψάλουν τα κάλαντα των Θεοφανίων. Οι γειτονιές θα γεμίσουν από γλυκές φωνούλες που ψάλλουν:
«Σήμερα τα φώτα κι ο φωτισμός, η χαρά μεγάλη κι ο αγιασμός.
Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό,
κάθετ’ η κυρά μας η Παναγιά.
Όργανο βαστάει, κερί κρατεί,
και τον Αϊ-Γιάννη παρακαλεί.
Αϊ-Γιάννη αφέντη και βαπτιστή,
βάπτισε κι εμένα Θεού παιδί.
Ν' ανεβώ επάνω στον ουρανό,
να μαζέψω ρόδα και λίβανο।»
Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό,
κάθετ’ η κυρά μας η Παναγιά.
Όργανο βαστάει, κερί κρατεί,
και τον Αϊ-Γιάννη παρακαλεί.
Αϊ-Γιάννη αφέντη και βαπτιστή,
βάπτισε κι εμένα Θεού παιδί.
Ν' ανεβώ επάνω στον ουρανό,
να μαζέψω ρόδα και λίβανο।»
Τα χριστιανικά σπίτια όμως δεν θα επισκεφθούν μόνο τα παιδιά। Είναι η μέρα που ο Ιερέας με τον βοηθό του θα γυρίσει όλα τα σπίτια και καταστήματα της ενορίας για να τα αγιάσει και να τα ευλογήσει. Ο αγιασμός βρίσκεται μέσα στο «σικλί», ένα χάλκινο συνήθως δοχείο, που κουβαλάει ο βοηθός του Ιερέα. Σε αυτό βρέχει ο Ιερέας την «αγιαστούρα» του και ραντίζει όλους τους χώρους του σπιτιού ή του καταστήματος. Είναι η στιγμή που η παράδοση μας θέλει τους καλικάτζαρους να τρέχουν φοβισμένοι και να επιστρέφουν στα έγκατα της γης…
«Φεύγετε να φεύγουμε,
έφτασε ο τουρλόπαπας,
με την αγιαστούρα του.
Ο παπάς με αγιασμό,
οι χωριανοί με το θερμό»
έφτασε ο τουρλόπαπας,
με την αγιαστούρα του.
Ο παπάς με αγιασμό,
οι χωριανοί με το θερμό»
…λένε οι καλικάτζαροι και χώνονται στις τρύπες από τις οποίες είχαν βγει δώδεκα ημέρες πριν.
Μόλις τελειώσει ο Ιερέας τον αγιασμό του σπιτιού, ο νοικοκύρης δίνει συνήθως χρήματα στο βοηθό του. Παλιά συνηθίζονταν τα χρήματα αυτά να είναι μεταλλικά κέρματα τα οποία έριχνε ο νοικοκύρης μέσα στο «σικλί», ώστε να αγιασθούν ακόμα και τα λεφτά, όπως έλεγαν.
Αφού αγιασθούν οι χώροι του σπιτιού έρχεται η ώρα να μαζευτεί η στάχτη από τη φωτιά που έκαιγε στο τζάκι το «Δωδεκαήμερο», η φωτιά δηλαδή που ξεκίνησε με το «Χριστόξυλο». Η στάχτη αυτή θα σκορπιστεί γύρω από το σπίτι, στους στάβλους, ακόμα και στα χωράφια, αφού όπως πιστεύεται διώχνει το κακό.
Τα έθιμα της ημέρας τελειώνουν αργά το βράδυ όπου πιστεύεται ότι ανοίγουν οι ουρανοί τα μεσάνυχτα. Την ώρα εκείνη, λέει η παράδοση, όποιος ευχηθεί κάτι με όλη του την καρδιά, αυτό θα πραγματοποιηθεί. Την επόμενη ημέρα το πρωί υπάρχει εκκλησιασμός. Ξημερώνουν τα Άγια Θεοφάνια…
Ανήμερα των Θεοφανίων (6 Ιανουαρίου)
Η γιορτινή αυτή ημέρα ξεκινά με τον εκκλησιασμό των πιστών. Στους ναούς ψάλλεται, όπως και την προηγουμένη, η ακολουθία των «Μεγάλων Ωρών». Στη συνέχεια, ο Ιερέας και οι πιστοί θα βγουν από το ναό και θα κατευθυνθούν στο σημείο, όπου θα γίνει η «κατάδυση του Σταυρού». Το σημείο αυτό είναι κάποιο λιμάνι, ποτάμι, πηγάδι, δεξαμενή ή απλά μια εξέδρα στο προαύλιο της εκκλησίας πάνω στην οποία, σε ειδικό σκεύος, θα γίνει η τελετή.
Οι καμπάνες σημαίνουν χαρμόσυνα και ο Ιερέας ρίχνοντας τον σταυρό στο νερό ψάλλει:
Μόλις τελειώσει ο Ιερέας τον αγιασμό του σπιτιού, ο νοικοκύρης δίνει συνήθως χρήματα στο βοηθό του. Παλιά συνηθίζονταν τα χρήματα αυτά να είναι μεταλλικά κέρματα τα οποία έριχνε ο νοικοκύρης μέσα στο «σικλί», ώστε να αγιασθούν ακόμα και τα λεφτά, όπως έλεγαν.
Αφού αγιασθούν οι χώροι του σπιτιού έρχεται η ώρα να μαζευτεί η στάχτη από τη φωτιά που έκαιγε στο τζάκι το «Δωδεκαήμερο», η φωτιά δηλαδή που ξεκίνησε με το «Χριστόξυλο». Η στάχτη αυτή θα σκορπιστεί γύρω από το σπίτι, στους στάβλους, ακόμα και στα χωράφια, αφού όπως πιστεύεται διώχνει το κακό.
Τα έθιμα της ημέρας τελειώνουν αργά το βράδυ όπου πιστεύεται ότι ανοίγουν οι ουρανοί τα μεσάνυχτα. Την ώρα εκείνη, λέει η παράδοση, όποιος ευχηθεί κάτι με όλη του την καρδιά, αυτό θα πραγματοποιηθεί. Την επόμενη ημέρα το πρωί υπάρχει εκκλησιασμός. Ξημερώνουν τα Άγια Θεοφάνια…
Ανήμερα των Θεοφανίων (6 Ιανουαρίου)
Η γιορτινή αυτή ημέρα ξεκινά με τον εκκλησιασμό των πιστών. Στους ναούς ψάλλεται, όπως και την προηγουμένη, η ακολουθία των «Μεγάλων Ωρών». Στη συνέχεια, ο Ιερέας και οι πιστοί θα βγουν από το ναό και θα κατευθυνθούν στο σημείο, όπου θα γίνει η «κατάδυση του Σταυρού». Το σημείο αυτό είναι κάποιο λιμάνι, ποτάμι, πηγάδι, δεξαμενή ή απλά μια εξέδρα στο προαύλιο της εκκλησίας πάνω στην οποία, σε ειδικό σκεύος, θα γίνει η τελετή.
Οι καμπάνες σημαίνουν χαρμόσυνα και ο Ιερέας ρίχνοντας τον σταυρό στο νερό ψάλλει:
«Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου, Κύριε,
η της Τριάδος εφανερώθη προσκύνησις
του γαρ Γεννήτορος η φωνή προσεμαρτύρει σοι,
αγαπητόν σε Υιόν ονομάζουσα
και το Πνεύμα εν είδει περιστεράς
εβεβαίου του λόγου το ασφαλές.
Ο επιφανείς, Χριστέ ο Θεός,
και τον κόσμον φωτίσας, δόξα σοι.»
η της Τριάδος εφανερώθη προσκύνησις
του γαρ Γεννήτορος η φωνή προσεμαρτύρει σοι,
αγαπητόν σε Υιόν ονομάζουσα
και το Πνεύμα εν είδει περιστεράς
εβεβαίου του λόγου το ασφαλές.
Ο επιφανείς, Χριστέ ο Θεός,
και τον κόσμον φωτίσας, δόξα σοι.»
Λευκά περιστέρια ελευθερώνονται και πετούν στον ουρανό ενώ, όπου υπάρχει αυτή η δυνατότητα, πέφτουν στα νερά οι «βουτηχτάδες» για να πιάσουν το σταυρό. Όποιος βρει το σταυρό πρώτος θεωρείται ότι είναι τυχερός και ευλογημένος. Τα παλιότερα χρόνια, αυτός που έβρισκε το σταυρό, τον γυρνούσε στα σπίτια της ενορίας μαζεύοντας χρήματα που είτε κρατούσε ο ίδιος είτε τα έδινε στους φτωχούς. Αναμφίβολα οι πιο λαμπρές τελετές «κατάδυσης του Σταυρού» είναι αυτές που λαμβάνουν χώρα στα λιμάνια. Ιδιαιτέρως λαμπρή είναι αυτή στο λιμάνι του Πειραιά όπου παρίστανται η θρησκευτική, πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της πατρίδας μας. Μπροστά από τον Ναό του Αγίου Σπυρίδωνα, στον Πειραιά, ρίχνεται ο σταυρός στην θάλασσα ενώ τα στρατιωτικά πλοία «χαιρετίζουν» τον Αγιασμό των υδάτων.
Η γιορτινή ατμόσφαιρα της ημέρας επιβάλει και ένα ανάλογο φαγητό στο μεσημεριανό τραπέζι. Συνηθίζεται αυτό το φαγητό να είναι χοιρινό, ενώ σε μερικές περιοχές το φαγητό συνοδεύει ένα ειδικό ψωμί που ονομάζεται «φωτίτσα».
Τα έθιμα όμως της ημέρας δεν σταματούν εκεί. Σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, οι χριστιανοί παίρνουν τις εικόνες που έχουν στα σπίτια τους και τις πλένουν σε ποτάμια. Επίσης ανήμερα των Θεοφανίων, το απόγευμα, σε πολλά χωριά οι κτηνοτρόφοι και οι γεωργοί, ραντίζουν με αγιασμό τους στάβλους και τα χωράφια τους αντίστοιχα. Έτσι τελειώνει και η δεύτερη ημέρα του «τριημέρου των Φώτων».
Ανήμερα του Αγίου Ιωάννη του Πρόδρομου (7 Ιανουαρίου)
Η τελευταία ημέρα του «τριημέρου των Φώτων» είναι μια, η πιο λαμπρή, από τις έξι ημέρες του έτους που έχει αφιερώσει η Εκκλησία μας στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο ή Βαπτιστή. Η ημέρα ξεκινά για τους χριστιανούς με τον εκκλησιασμό.
Το πιο διαδεδομένο έθιμο της ημέρας έχει να κάνει με το «βρέξιμο» των νιόπαντρων ζευγαριών. Αυτό το έθιμο θέλει να οδηγούνται τα νιόπαντρα ζευγάρια στην παραλία με συνοδεία μουσικής. Εκεί σπρώχνονται από τους παριστάμενους στη θάλασσα, οι οποίοι τους εύχονται να ζήσουν και να αποκτήσουν παιδιά.
Έτσι γιορτάζεται το «τριήμερο των Φώτων» στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό, όπου υπάρχουν Έλληνες που κρατούν τις Ελληνικές παραδόσεις.
Παραδόσεις που πρέπει όλοι να συμβάλουμε στη συνέχιση τους, τόσο γιατί οφείλουμε να διατηρήσουμε την ταυτότητα μας όσο και γιατί με αυτές οι γιορτινές μέρες ομορφαίνουν και γίνονται μοναδικές!!!
Χρήστος Κ– Θοδωρής Γ. – Σπύρος Μ. (τμήμα Β1)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου